Search
Close this search box.

Όταν πατήσουμε ξανά σε φεγγαρόσκονη – Δεύτερο μέρος

Ο «αγώνας για το διάστημα» ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Η.Π.Α. με στόχο την υπεροχή στον ανερχόμενο επιστημονικό τομέα του διαστήματος. Ήταν ένα παρακλάδι του Ψυχρού Πολέμου, μια κόντρα δύο αντιδιαμετρικών κοινωνικά υπερδυνάμεων μέσα σε έναν καχύποπτο κόσμο, που εκτυλίχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω από τα κεφάλια των πολιτών και τροφοδοτήθηκε οικονομικά όσο λίγα εγχειρήματα της ανθρωπότητας. Ήταν μια κόντρα που σήμερα, μετά από 53 χρόνια, επανεμφανίζεται με διαφορετικούς συμμετέχοντες και νέα κίνητρα, με δημόσιες αλλά και ιδιωτικές δαπάνες, που θα εκτυλιχθεί ακόμα πιο μακριά απ’ ό,τι στο παρελθόν, τόσο πρακτικά όσο και κοινωνικά.

Οι πρώτες επιτυχίες σε αυτόν τον αγώνα ήρθαν για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά το κατόρθωμα που έχει μείνει περισσότερο στη μνήμη του κόσμου είναι η πρώτη προσσελήνωση, που έγινε το 1969 με τους Αμερικανούς αστροναύτες της NASA. Το εκτιμώμενο ποσό που ξοδεύτηκε από το αμερικανικό κράτος για τη διεκπεραίωση των σεληνιακών αποστολών (1961-1972) ανέρχεται σε σημερινά δεδομένα στα 280 δισεκατομμύρια δολάρια, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπ’ όψιν τις διακυμάνσεις στον πληθωρισμό ανά έτος. Βέβαια, είναι λογικό για κάποιον να αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν αυτός ο πακτωλός χρημάτων είχε επενδυθεί για την αντιμετώπιση άλλων «γήινων» προβλημάτων αντί για την εξερεύνηση της Σελήνης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η δημιουργία ολόκληρης, σύγχρονης νοσοκομειακής μονάδας απαιτεί ένα πολύ μικρό κλάσμα του προαναφερθέντος ποσού. Και στην τελική, τι προήλθε από αυτές τις αποστολές στο διάστημα; Έχοντας κατά νου την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για διαστημική εξερεύνηση στις μέρες μας, πώς βοηθά η επένδυση στη διαστημική εξερεύνηση την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων και γιατί επιμένουμε σε αυτήν, όταν περίπου οι μισοί δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες περίθαλψης –και όχι μόνο– ακόμη και σήμερα;

Η επιστήμη θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα χωράφι που το σπέρνεις σήμερα και η δυνατότητα να το θερίσεις μπορεί να έρθει αύριο ή μεθαύριο ή και σε δεκαετίες από τώρα. Και αυτό γιατί δε γίνεται να προβλέψει κάποιος πώς και πότε και πάνω σε τι θα αξιοποιηθεί η νέα γνώση που παράγεται κατά τη διαδικασία έρευνας και πειραματισμού. Πόσο μάλλον όταν η έρευνα και ο πειραματισμός γίνονται στα πλαίσια της διαστημικής εξερεύνησης τη δεκαετία του ’60, όταν η κατάκτηση της Σελήνης απαιτεί πρωτοφανή τεχνολογικά άλματα από τους ανθρώπους. Συνοπτικά, χάρη σε έρευνες της NASA για τη διαστημική εξερεύνηση, πραγματοποιήθηκαν τεχνολογικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις που οδήγησαν στη δημιουργία (μεταξύ αρκετών άλλων) των υλικών για τις σόλες των αθλητικών παπουτσιών, των οικιακών ηλεκτρικών εργαλείων και λοιπών συσκευών (π.χ. τρυπάνι, σκούπα χειρός κ.τ.λ.), των βρεφικών τροφών σε σκόνη, των μαγνητικών τομογράφων, των αντιπυρικών στολών που χρησιμοποιούν οι πυροσβέστες, των ρομποτικών άκρων, των καμερών σε κινητά τηλέφωνα και φορητούς υπολογιστές, στα ίδια τα κινητά τηλέφωνα και τους φορητούς υπολογιστές, καθώς και στη γενικότερη ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών, των τηλεπικοινωνιακών και καιρικών δορυφόρων και, φυσικά, του διαδικτύου. Είναι τέτοιος ο τομέας, λοιπόν, που η επένδυση σε αυτόν επιστρέφει πολλαπλά οφέλη, ακριβώς γιατί απαιτεί από το ανθρώπινο μυαλό να κάνει πραγματικότητα την επιστημονική φαντασία. Να πραγματοποιήσει τεράστια τεχνολογικά άλματα κάνοντας, όμως, σταδιακά και μελετημένα βήματα.

Τα 280 δισεκατομμύρια δολάρια, όμως, είναι ένα ποσό που δεν παραβλέπεται εύκολα και η απορία για το αν θα μπορούσε ένα μέρος του τουλάχιστον να αξιοποιούνταν σε άλλα θέματα παραμένει. Και, ενώ αυτό το κείμενο φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από μια συγκεκριμένη χώρα και το πώς αυτή επέλεξε να ξοδέψει τα χρήματά της, είναι το ποσό αυτό καθ’ εαυτό και το πού επενδύθηκε που φέρει το ενδιαφέρον – ανεξαρτήτως προέλευσης.

Δεν πρέπει, όμως, να παραλειφθεί το γεγονός ότι ένας λόγος (ο βασικός, ίσως;) της επένδυσης περίπου ενός τετάρτου του τρισεκατομμυρίου στα σεληνιακά προγράμματα ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος. Ο ίδιος μισαλλόδοξος λόγος, δηλαδή, για τον οποίο χρηματοδοτήθηκαν αιματηρές συγκρούσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Φυσικά, δεν εξισώνεται η απαρχή της διαστημικής εξερεύνησης με έναν κανονικό πόλεμο. Αυτό που εύλογα προκύπτει σαν ερώτημα, πάντως, είναι αν τα χρήματα που δεσμεύτηκαν για τον «αγώνα για το διάστημα» θα ήταν τα ίδια χωρίς αυτήν την αντιπαλότητα των δύο υπερδυνάμεων. Και αν συλλογιστεί κάποιος ότι ο προϋπολογισμός της NASA κυμαίνεται από το 0,5% μέχρι το 1% του συνολικού προϋπολογισμού των Η.Π.Α. μετά τη δεκαετία του ’70, όταν και η κόντρα τους ξεθύμανε στο χώρο του διαστήματος, μπορεί να καταλήξει εύκολα στην απάντηση του ερωτήματος αυτού. Το ποσό αυτό, που μέχρι ένα σημείο δικαιολογείται από τον πρωτοποριακό χαρακτήρα του όλου προγράμματος, μάλλον ήταν συγκυριακό.
Και επειδή, επί της ουσίας, όλες οι χώρες που έχουν διαστημικά προγράμματα αφιερώνουν ένα μικροσκοπικό κλάσμα του συνόλου σε αυτά, το να χαρακτηρίζεται ως σπατάλη η αξιοποίηση αυτού του κλάσματος σε έναν ραγδαία αναπτυσσόμενο τεχνολογικό τομέα, που συμβάλλει, μάλιστα, τα μέγιστα στην αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή, είναι αφελής. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2022 οι συνολικές δαπάνες της NASA ορίστηκαν στα 24 δισεκατομμύρια δολάρια από το κράτος. Συγκριτικά, οι δαπάνες του στρατού ήταν 722 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι το να λέει κάποιος ότι η εξόρμηση στο διάστημα πρέπει να γίνει, ώστε να απολαμβάνει η ανθρωπότητα τις «μικρές» τεχνολογικές νίκες που κάνουν την ζωή ευκολότερη, είναι σαν να ισχυρίζεται ότι η πραγματική αξία της τέχνης είναι ο πιανίστας και ο ζωγράφος να γυμνάζουν τα δάχτυλά τους. Εκτός από τη δεδομένη επιστροφή της τεχνικής γνώσης στην ανθρωπότητα, αυτό που προσφέρει εκείνη η εξόρμηση πέρα από τη Γη είναι η πιο ουσιαστική κατανόηση της αξίας του πλανήτη μας που μπορεί να ζητήσει κάποιος. Πέρα από κάθε φιλοσοφικό και υπαρξιακό συνειρμό, η πνευματική καλλιέργεια που προσδίδει η μελέτη του διαστήματος είναι πολύ διαφορετική από αυτή που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος, αν έχει τον νου του συγκεντρωμένο στα επίγεια. Πώς γίνεται οι άνθρωποι, που από τα αρχαία χρόνια ένιωθαν την ανάγκη να κατανοήσουν τον ουρανό, να μην κάνουν το άλμα και να τον ερευνήσουν από κοντά; Πώς γίνεται οι άνθρωποι να απορρίψουν τις γνώσεις και τις πληροφορίες για τα αστέρια και τους γαλαξίες, τους εξωπλανήτες και την ύπαρξη εξωγήινης ζωής και να τις θεωρήσουν περιττές; Πότε αυτό το είδος, μακροπρόθεσμα, αδιαφόρησε για τη νέα γνώση και σταμάτησε να την επιζητά; Και γιατί να σταματήσει να το κάνει τώρα, που είναι πιο εξελιγμένο από ποτέ;

Στο προηγούμενο κείμενο, αναφέρθηκα στο ενδιαφέρον για την εξόρυξη των πόρων που έχουν εντοπιστεί στη Σελήνη. Αυτή η σκέψη των σεληνιακών εξορύξεων προσωπικά με οδηγεί σε μια αρκετά πειστική απάντηση για τα τελευταία ερωτήματα. Θέλοντας ο άνθρωπος να καθιερωθεί στο φεγγάρι, ενδεχομένως να είναι αναγκαία η αντιμετώπισή του ως κάτι παραπάνω από ουράνιο σώμα. Για να το φέρει πιο κοντά του, ίσως όντως να πρέπει να το εργαλειοποιήσει. Βέβαια, από τη στιγμή που όλοι μας ζούμε σε αυτόν τον πλανήτη, όπου η απληστία και ο υπέρμετρος εγωισμός των ανθρώπων οδηγεί στην περιβαλλοντική καταστροφή του, στον κοινωνικό διχασμό και στη δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων, είναι λογικό να υπάρχουν συναισθήματα καχυποψίας, έλλειψης εμπιστοσύνης και θυμού απέναντι στο εγχείρημα. Είναι αναμενόμενο η διάθεση για εκμετάλλευση της Σελήνης, μετά την καταστροφικά αλόγιστη εκμετάλλευση της Γης, να ξενίζει την πλειοψηφία. Είναι αναμενόμενο μια αποικία εκεί πάνω να κάνει τους ανθρώπους εδώ κάτω να νιώθουν αδιαφορία ή και απέχθεια, όταν πασχίζουν να πληρώσουν το ενοίκιό τους. Είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτό το αφήγημα περί της φυσικής περιέργειας του ανθρώπου να ανακαλύψει την προέλευσή του, όταν όλα ξεκίνησαν από τη θανάσιμη έχθρα δύο κρατών. Και είναι αλήθεια, κατ’ εμέ, και πολύ θλιβερή μάλιστα, η επιστράτευση της ταπεινότητας και της ηθικής μετριοπάθειας, που νιώθουν τόσες και τόσοι επιστήμονες από μικρά παιδιά, από τους υψηλά ιστάμενους, που θέλουν να πλουτίσουν κι άλλο σε έναν κόσμο με αστυνομία ηθών.

Όταν το 2025 κοιτάξουμε τη Σελήνη, όπως την κοίταξε ο κόσμος στις 20 Ιουλίου του 1969, τι ακριβώς θα βλέπουμε; Θα βλέπουμε πόσο μακριά θα φτάσουμε ή πόσο πίσω είμαστε; Θα βλέπουμε τον φάρο ή τα βράχια; Προφανώς, είναι αδύνατο να μιλήσω εκ μέρους κάθε ανθρώπου που θα κοιτάει ψηλά τότε. Εγώ, πάντως, θα αντικρίζω με δέος έναν άνθρωπο στο φεγγάρι.

“Share your knowledge. It is a way to achieve immortality.”

— His Holiness the Dalai Lama